- ἀρρητόρευτος
- ἀρρητόρευτοςnot taught rhetoricmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρρητόρευτος — ἀρρητόρευτος, ον (Μ) [ρητορεύω] 1. αυτός που δεν έχει σπουδάσει ρητορική 2. αυτός που δεν ταιριάζει σε ρήτορα … Dictionary of Greek
ἀρρητόρευτον — ἀρρητόρευτος not taught rhetoric masc/fem acc sg ἀρρητόρευτος not taught rhetoric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητορεύτων — ἀρρητόρευτος not taught rhetoric masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)